Καλώς Ήρθατε,

Ads 468x60px

Μαντινάδες με ελεύθερο θέμα,




Επιμέλεια: Κατερίνα Βοτζάκη



Νικηφόρος Νικόλαος (Αξός Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Στη στράτα των ονείρων μου, κλαδιά ‘ναι φυτρωμένα
άλλα εσπάσανε οι καιροί κι’ άλλα ‘ναι ξεραμένα.

Γαγάνης Γιώργης (Ατσιπόπουλο Ρέθεμνος)
Χόρευε σα να μη σε θωρρούν, τραγούδιε ως είσαι μόνη
αγάπα ως θέλει η καρδιά και γλέντα ότι πληγώνει.

Πυρουνάκης Μιχάλης (Αθήνα)
Στον έρωντα κάθε ψυχή, που σ’ έχει σημαδέψει
άφτει κεριά με την ευκή, γ’ άλλη μη σε παιδέψει.

Σπαντιδάκης Γιώργης (Αθήνα)
Να διάβαζα τη σκέψη σου, να μάθω με ποιο τρόπο
θα σ’ έχω πάντα να γελάς, όσο κι’ αν θέλει κόπο.

Ζαχαριουδάκης Γιάννης (Γαλλιά Μεσσαράς Ηρακλείου)
Είναι κι’ αυγή τσ’ ανατολής, για όλους μες στη ζήση
το κάθε ηλιοβασίλεμα απού θωρείς στη φύση.

Νικηφόρος Παύλος (Κάλυβος Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Θέ μου κατέβα να σου πω, δυό λέξεις που σ΄αξίζουν
μα γίνε πρώτα ένας θνητός, να μη σ’ υπολογίζουν.

Βίκτωρας – Ξενιτεμένος (Βυζάρι Αμαρίου Ρέθεμνος)
Μ’ έκανε η αγάπη σου κι’ έχω μισήσει τόσο
τον κόσμο που λυπόμουνα, μια μύγα να σκοτώσω.

Γαριπαντώνης (Νύβριτος Μεσσαράς Ηρακλείου)
Αίμα και σώμα του Χριστού, θα πιω να κοινωνίσω
πως σ’ αγαπώ σε άθρωπο, δε θα το μαρτυρήσω.

Σηφάκης Γιώργης -Σιμισακογιώργης (Ρέθεμνος)
Ο έρωντας μας πόθανε, οι εγωισμοί να φταίνε
κι’ εδά οι αναμνήσεις μας, μαυροντυμένες κλαίνε.

Μπακιρτζής Δημήτρης (Πεμόνια Αποκορώνου Χανίων)
Σε ποια γωνιά μες στη καρδιά, βιόλα μου να σε βάνω
τσι μυρωδιές σου να ρουφώ, ίσαμε να ποθάνω.

Καλλέργης Γ. Κωστής -ΚΙΓΚ (Λούτρα Ρέθεμνος)
Ήβρες τη πόρτα τση καρδιάς, ορθάνοιχτη και μπήκες
και τα παλιά μου όνειρα, φόρτωσες σε νταλίκες.

Παλαμιανάκης Γιώργης (Ηράκλειο)
Κάμε τη σκέψη σου ασκιανό, να κάτσω από κάτω
κουράζονται και οι δυνατοί κι’ άντρες των αρμάτω.

Γεωργιλαδάκη Μάρω (Αθήνα)
Εμάθανε με να κρατώ, έθιμα, αρχές και ήθη
μα πως οι άλλοι τα βαστούν, κιανένας δε με πείθει.

Σκουντριδάκης Σήφης (Κουρνάς Αποκορώνου Χανίων)
Δευτερογουλ’ απόμπαλε, ετούτο το καμίνι
και το βρυσίδι φύραξε κι’ άδειασε το λαίνι.
βρυσίδι= βρύση, απόμπαλε= δειώξε, φύγε

Γλυνιαδάκη Δήμητρα (Ρέθεμνος)
Πως θα γιατρέψω τση καρδιάς, πληγές που αιμορραγούνε
κάθε που βγεις φεγγάρι μου, εγώ παραπονούμαι.

Φανουράκης Ηλίας (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηρακλείου)
Στο  τελευταίο στάδιο είμαι και το κατέχω
δε με φοβίζει ο θάνατος, μακριά τζη δεν αντέχω.

Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)
Τα ακριβά κοσμήματα, δε μ’ εντυπωσιάζουν
μόνο τα ξόμπλια τση πρεπειάς, πάνω ντως όσοι βάζουν.

Μιχελάκης Μανόλης (Αθήνα)
Παρηγοριά στη μοναξιά, έχω τα δάκρυα μου
που επουλώνουν τσι πληγές, που έχω στη καρδιά μου.

Λεώνης Γιάννης  (Αθήνα)
Παράδοση κι’ αμοναξά, σήμερο πάνε ταίρι
μα ‘ναι και κάτι μοναχοί, που πάνε χέρι χέρι.

Χατζόπουλος Ι.Δημήτριος ( Λέιβαδος Ρέθεμνος)
Οψές ΄λιοβασιλέματα, τα νιάτα ανεστορούσα
τον ήλιο πως αποκρατεί, το φως ανερωτούσα.

Λιονής Γιάννης (Ατσιπόπουλο Ρέθεμνος)
Μέλισσα θέλω να γεννώ, τη γύρη σου να παίρνω
μα ‘γω βασιλικό πολτό, θα σου τηνε γιαέρνω.

Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανίων)
Μόνο για φίλους πορπατώ, στση θάλασσας το κύμα
και κάνω την απόσταση, στον αργαλειό μου, νήμα.
Οι φίλοι που ξεχώρισα, έχουνε στη καρδιά μου
την ίδια θέση που βαστούν, όλα τα όνειρά μου.
Φίλους κι’ αν έκαμα πολλούςς, αυτοί που ξεχωρίζουν
τσι πόρτες των ονείρων τους, με τα κλειδιά μου ανοίγουν.
Η λέξη φίλος στη ζυγιά, τση σκέψης μου βαραίνει
όσο αξίζει το χρυσό, σ’ όλη τη οικουμένη.
Φίλος θα πει εγκάρδια, σκέψη κι’ επιθυμία
να γίνεται αχώριστος, με την φιλοξενία.
Αν έχει θέσεις η καρδιά, αυτή που ξεχωρίζει
έχει τσι φίλους σε ψηλό κι’ αντρίκιο μετερίζι.
Όποιο λογιάζω φίλο μου, απλόχερα του δίνω
από τον κήπο τση ψυχής, το ποιο ωραίο κρίνο.
Οι φίλοι που με διάλεξαν, κατέχουν πως διαλέω
φίλους που δε κάνουνε, σαν το παιδί να κλαίω.
Αν ήταν η φιλιά δεντρί, θα ‘θελα να ΄χε πλέξει
τσι ρίζες του απ’ την καρδιά στην εδική μου σκέψη.
Όσο θα ζω, οι φίλοι μου κι’ αν είναι μακρυά μου
θα ‘χουν την ωραιότερη, θέση μες στη καρδιά μου.

Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθεμνος)
Στση δρόμους που διαβήκαμε, με του σεβντά τη χάρη
ούλοι γυρίζανε να δουν, το ταιριαστό ζευγάρι.
Οι δρόμοι που διαβήκαμε κι΄αν ήταν μονοπάθια
είχαμε αγάπη στη καρδιά και φλόγα μες στα μάθια.
Στους δρόμους που διαβήκαμε, καμμιά φορά σαλεύγω
στσ’ αθρώπους που με προσπερνούν, το βλέμμα σου γυρεύγω.
Κι’ όντε βρεθώ στσι στράτε μας, τσι μοναξιάς τ’ αγέρι
πασύχαρο σιμώνει μου και μου πιάνει μου το χέρι.

Αναδημοσιευσα Από Ρεθεμνος