Καλώς Ήρθατε,

Ads 468x60px

Ζωοκλοπή ,




(Της Κατερίνας Βοτζάκη),



Την εποχή που έφυγαν οι Γερμανοί από την Κρήτη, ο Μανόλης ήταν δεκαπέντε χρονών περίπου.
Οκτώ χρόνια πήγαινε στην πρώτη τάξη. Ξεκινούσε κανονικά, αλλά την άνοιξη που »τσαφαρώνανε» (κρεμούσανε τα κουδούνια) στα πρόβατα
και τις αίγες πετούσε το τετράδιο και δεν τον ξανάβλεπε το χωριό παρά το χειμώνα πάλι…
Ξυπόλυτος έτρεχε πάνω στις πέτρες και στα κλαδιά και δεν καταλάβαινε Χριστό…
Εννιά αδέρφια, τρεις αδερφές και έξη αρσενικά και με ένα πατέρα, τον Σπυρίδω, απο τους καλύτερους μερακλήδες του Άι Γιάννη τω Σφακιώ.
Κάθε βράδυ μαζευόταν τα παιδιά του χωριού μαζί με τα δικά του, τα καλοκαίρια έξω στην πέτρινη πεζούλα και το χειμώνα γύρω από το τζάκι και τους μάθαινε
ριζίτικα, 2-3 τη βραδιά και την επόμενη τα εξέταζε ένα ένα για να δει ποια είχαν μάθει και ποια όχι…και ξανά πάλι από την αρχή…
Ο Μανόλης είχε μεγάλο σεβασμό για τον πατέρα του, τώρα που είναι ογδονταπέντε χρονώ, μιλά γι” αυτό και κλαίει…
Εκείνη τη χρονιά ξεχειμώνιαζε για άλλη μια φορά ο Μανόλης στη μαδάρα μαζί με τον αδερφό του τον Νικολή που ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος του.
Μέσα στο μιτατόσπιτο τυροκομούσανε και το μοναδικό φαί τους ήτανε ζεστή μυζήθρα γάλα και κανένα όσπριο…
Πέινα και των Αγίων, που λένε…
Χίλια κομμάτια ζωντανά είχανε μα ούτε σκέψη δεν τους περνούσε, να σφάξουν ένα να το φάνε…εκτός και αν έπεφτε ξέμπαρκο κανένα ξένο, το βράζανε στην καζάνα,
και αν περνούσε  και το αφεντινό του προβάτου, του κάνανε και τραπέζι…
Μα δεν το κάνανε μόνο ο Μανόλης με τον Νικολή αυτό, το έκαναν όλοι…
Τα βράδια τα παραφιλούσανε με βάρδιες να μην τους τα κλέψουν, με τα τουφέκια στα χέρια και πολλές φορές είχαν γλιτώσει παρατρίχα από τη σφαίρα του κλέφτη.
Η ζωοκλοπή εκείνα τα χρόνια γινόταν περισσότερο για λόγους εκδίκησης, απο συνήθεια η από πείνα…Όποιος ήταν ζωοκλέφτης ήταν και »καλός» άντρας και τον φοβόταν
όλοι…Πολλές φορές είχε συμβεί και ήταν από πάντα ο χειρότερος τρόπος εκδίκησης για τον εχθρό, να του σφάξεις το κοπάδι και όταν εκείνος  έβλεπε τα ζωντανά
του όλα »ένα αίμα»(όλα σκοτωμένα), ήταν σαν να έβλεπε νεκρή όλη του την οικογένεια και η αντίποινα ήταν σίγουρη…
Πολλά τέτοια είχαν δει τα μάτια του Μανόλη και άλλα πολλά είχε ακούσει, εκείνη την εποχή στα Σφακιά…
Άρχιζε να πέφτει το σούρουπο πάνω στα Κρούσια του Αη Γιάννη και του Μανόλη του μύρισε να φάει βραστό, μα και πως να το πει του αδερφού του.
Το σκέφτηκε το ξανασκέφτηκε, πήρε ένα παλιομάχαιρο που είχε, πήρε και το βουργιάλι του και ξυπόλυτος κατηφόρησε στο γυρογιάλι, προς τα Λιβανιανά.
Ακουγε από τους μεγαλύτερους πως όποιος ήθελε να φάει, πήγαινε στο φραχτό ενός φτωχού και ήσυχου ανθρώπου, που είχε μια εικοσσαριά πρόβατα
για να τρώνε τα παιδιά του, γάλα και τυρί…
Εκεί πήγε και ο Μανόλης, δυό ώρες δρόμο από το μιτάτο, για να φάει κρέας…
Είχε αρχίσει να βραδιάζει, είχε και ομίχλη, αλλά αυτός σε λιγάκι ανηφόριζε τπ δρόμο της επιστροφής με το κρέας μέσα στο βουργιάλι..
Τρεις ώρες του πήρε να φτάσει με το φορτωμό που είχε, δε φοβήθηκε ούτε το σκοτάδι ούτε την κακοκαιρία, απεναντίας, ένοιωθε υπερήφανος, για την πρώτη του κλεψιά.
Τώτα πια στα ογδονταπέντε του χρόνια διηγείτε τις ιστορίες του, τόσο περιγραφικά λες και δεν πέρασε μέρα από τότε…
Έχει δώσει άφεση αμαρτιών για την πρώτη του ζωοκλοπή, αλλά και για όλες αυτές που ακολούθησαν…
« Άλλες εποχές ήτονε τότεσας και άλλες εδά… Ετότεσας ήτονε λόγοι εκδίκησης γη πείνας, εδά όσοι κλέφτουνε είναι γρουσούζηδες, χαρτοπαίχτες γη ναρκωμανής.»…

Αληθινή ιστορία
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΟΤΖΑΚΗ

Οι μαντινάδες και οι στίχοι που στείλατε με τη λέξη, ζωοκλοπή:

Γλυνιαδάκη Δήμητρα (Χανιά)
Οπέρυσις εκλέψανε τα ζωντανά του Νίκο
σκοτώσαν και το σκύλο ντου, το γκριζομάλλη, λύκο.
Οφέτος πάλι εμπήκανε μέσα εις το μιτάτο
και κλέψανε ντου, τα τυριά, τω γάλα τω μ-προβάτω.
Κι” εδά στη μάντρα κάθεται, απόξω οπλισμένος
κι” αλλοίμονο ντου, που τολμά, θα φύγει ποθαμένος.

Πυρουνάκης Μιχάλης (Αθήνα)
Χωστά περνάς από βραδίς, ωσά ντο ν-ωζοκλέφτη
ώρα σιμώνει που θα” ιδείς, την πλερωμή σου ψεύτη.

Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφατσίου Ηράκλειο)
Δούλεψε να’χεις για να φας και δώσε ν” αποχτήσεις
ποτέ μη γίνεις άδουλος, θα κλέφτης για να ζήσεις.

Βεργετάκη Κατερίνα (Βόλος)
Μου έχεις κλέψει την χαρά, το γέλιο, από τα χείλη
και μου στερείς την ομορφιά, του ήλιου, σ” ένα δείλι.

Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανίων)
Θεριο “ναι η ζωοκλοπή, που όσο κι” ανέ βρυχάται
θα ήθελα παντοτινά, να λυθαργοκοιμάται.

Μπακιρτζής Δημήτρης -Τζανοδημήτρης (Πεμόνια Αποκορώνου)
Να” χε μπορούσε μου η καρδιά, μι” αργαδινή ν’αρνέψει
κι ως ζωοκλέβουν τα ωζά, ν’ανέβει να σε κλέψει.

Ζαχαριουδάκης Γιάννης (Γαλιά Μεσσαράς Ηράκλειο)
Απού θα κλέψει τα οζά, των αλλωνώ αθρώπω
δε ν-το ν-τιμά τση Κρητικής, τση λεβεδιάς το ν-τρόπο.

Παπαδάκη Κωνσαντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)
Γυροβολιά το κλέψιμο, κιι αν “ρθει στη γειτονιά μου
σε κάποια μου κλεψιά και γω, θε να “βρω τα οζά μου.

Πρικάκη-Λίτσα Μαρία (Φιλιατρά Μεσσηνίας)
Οι ζωοκλέφτες κλέφτουνε, όχι γιατί πεινούνε
για ζάρια και ναρκωτικά, η για να εκδικηθούνε.

Μουλουδάκης Γιώργης (Αλόιδες Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Δε ντο θυμούμαι μια φορά, ζωοκλοπή να κάμω
κλεψίμιο ίσως να “φαγα και γω σε “κανα γάμο.

Σκυβάλου Κορνάρου Κατερίνα (Μουρτζανά Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Κλέφτης στα όρη θα γεννώ, προβάτες να μαζώνω
να τσι πουλώ, τσι τράπεζες, να “πα να ξεχρεώνω.

Γαριπαντώνης (Νύβριτος Μεσσαράς Ηράκλειο)
Εγώ δεν κλέβω πρόβατα, μόνο θα κλέψω εσένα
και θα σε πάω στα βουνά, να ζούμε ευτυχισμένα.

Σκουντριδάκης Σήφης (Κουρνάς Αποκορώνου Χανιά)
Είναι στη Κρήτη, που χωργιά, κλεψιά “χει σταματήσει
να σπέρνου και ξαμώνουνε, τω γ-κοπελιώ, χασίσι.

Σηφάκης Λευτέρης (Αθήνα)
Ανέ θωρρείς ζωοκλοπή, να πλέκει και ν” ανθίζει
τση Κρήτης τη μ-παράδοση και τη μ-πρεπειά, γκρεμίζει.

Νικηφόρος Νικόλαος (Αξός Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Μόνο η κλεψά κι” μπαλωτές προσβάλουνε τη Κρήτη
και είναι το παράπονο του γέρο Ψηλορείτη.

Σπυριδάκης Μιχάλης (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηράκλειο)
Αυτός που στη ζωολκοπή και σ” άλλα τέθοια, φτάνει
μ” ήντα καρδιά στην εκκλησιά, μπαίνει σταυρό και κάνει.

Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθεμνος)
Μη ντο θωρρείς για αντρειά, αν είσαι ζωοκλέφτης
από τα μάθια του ντουνιά, σαν άχρηστος ξεπέφτεις.





Κατερίνα Βοτζάκη







Αναδημοσιευσα Από Ρεθεμνος